-
1 κοιλία
κοιλία, ἡ, die Bauchhöhle, der Unterleib, der Bauch mit Allem, was darin ist, der Magen u. die Gedärme; Her. 2, 40. 86; κενῇ τῇ κοιλίᾳ ἐςδραμὼν εἶτα πάλιν ἐκϑεῖ πλέᾳ Ar. Equ. 280, vgl. Vesp. 794; ἡ ἄνω καὶ ἡ κάτω, Arist. partt. anim. 2, 3 u. Medic.; so auch Ar. Ran. 485, ἡ καρδία ἐς τὴν κάτω μου κοιλίαν καϑείρπ υσεν. – Bei Medic. = der Stuhlgang; dah. κοιλίαν λύειν, abführen, Ath. I, 32 c; κ. ῥέουσα, Durchfall, D. Sic. 5, 41; vgl. Arist. H. A. 8, 21. – Uebh. Höhlung, Vertiefung, Kanal, Hesych.; ἡ καρδία ἔχει τρεῖς κοιλίας, Herzkammern, Arist. H. A. 1, 17.
-
2 κοιλία
κοιλία, ἡ, die Bauchhöhle, der Unterleib, der Bauch mit allem, was darin ist, der Magen u. die Gedärme; der Stuhlgang; dah. κοιλίαν λύειν, abführen; κ. ῥέουσα, Durchfall. Übh. Höhlung, Vertiefung, Kanal; ἡ καρδία ἔχει τρεῖς κοιλίας, Herzkammern -
3 κοιλία
A cavity of the body, i.e. thorax with abdomen, Hp.Art.46 (including ἡ ἄνω κ., = thorax, ἡ κάτω, = abdomen, acc. to Gal.15.896); τὰ κατὰ κ. νουσήματα diseases of the thoracic cavity, Hp.Aff.6.2 belly, abdomen, Hdt.2.87, IG42(1).122.32 (Epid.), etc.: specified asἡ κάτω κ. Ar.Ra. 485
, Hp.Ulc.3, Pl.Ti. 73a, 85e, Arist.Somn.Vig. 456a3, PA 650a13, etc.; opp. ἡ ἄνω κ., stomach, Pl.Ti. 85e, Arist.PAl.c.; κ. alone freq. = stomach, Id.HA 489a2, etc.; of birds, Id.PA 674b22; also, paunch or rumen of animals, Id.HA 507b5: hence, of gluttons,δουλεύειν τῇ ἑαυτῶν κ. Ep.Rom.16.18
, cf. Ep.Phil.3.19.3 intestines,κ. κείνη Hdt.2.40
, cf. 86,92, etc.; of animals, κ. ὑεία pig's tripe, Ar.Eq. 356;κοιλίας ἥμισυ SIG1025.51
(Cos, iv/iii B.C.): pl., tripe and puddings, Ar.Eq. 160, Pl. 1169.b phrases, κ. σκληρὰν ἔχειν to be costive, Theopomp.Com.62.2;κατὰ κοιλίαν νοσεῖν Com.Adesp.730
; τὴν κ. λύειν to relax the bowels, Arist. Pr. 863b29, 864b14; αἱ κ. λύονται, ἀναλύονται, ib. 947b13, GA 728a15; εὔλυτοί [εἰσι] Id.Pr. 876b31;ἐὰν ἡ κ. στῇ Id.HA 588a7
;κ. καταρραγεῖσα Hp.Coac. 126
; [οἶνος] κοιλίας μαλακτικός, κοιλίας ἐφεκτικά, Mnesith. ap.Ath.1.33b, 2.59c; κ. ἐκλύειν, ὑπάγειν, μαλάσσειν, Dsc.2.72, 163, 171;κ. ῥέουσαι D.S.5.41
.4 excrement, esp.in pl., κ. συνεστηκυῖαι excrements of firm consistency, Hp.Aër.10; opp.κ. ἐφυγραινόμεναι Id.Epid.1.10
;κ. ὑγρή Id.Prorrh.1.38
; στερεή, σκληρή, Id.Acut.(Sp.) 56, Epid.4.23; οὔρησις καὶ κ. ἀχρόως ibid.II any cavity in the body, ventricle, chamber, as in the lungs, heart, liver, brain,κ. αἱ τὸ πνεῦμα δεχόμεναι καὶ προπέμπουσαι Id.Art.41
;ἡ δὲ καρδία ἔχει μὲν τρεῖς κ. Arist.HA 496a4
, cf. 513a27.3 supposed cavities inside the muscles, Erasistr. ap. Gal.4.375, 707, Antyll. ap.Orib.8.6.30, 7.9.4; cf. νηδύς.III any hollow or cavity, in the earth, Arist.Mete. 349b4, 350b23, al.; in the clouds, ib. 369b2, al.IV perh.finger- tip, Aret. SD1.8 (pl.).
См. также в других словарях:
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
ερπετά — (reptila). Μεγάλη ομοταξία σπονδυλοζώων που έχουν κοινούς σημαντικούς ανατομικούς χαρακτήρες, αλλά παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία ως προς τη μορφή, τις διαστάσεις και το περιβάλλον διαβίωσης (ε. αποκλειστικά χερσαία ή τυπικά υδρόβια ή αμφίβια).… … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek